αθωωτικός

αθωωτικός
-ή, -ό [αθωωτής]
αυτός που αθωώνει κάποιον, που τόν απαλλάσσει από την κατηγορία (π. χ. «αθωωτικό ή απαλλακτικό βούλευμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθωωτικός — ή, ό αυτός που αναγνωρίζει την αθωότητα κάποιου: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθωωτής — ο (θηλ. ώτρια) αυτός που αθωώνει κάποιον με τη μαρτυρία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθωώνω. ΠΑΡ. αθωωτικός] …   Dictionary of Greek

  • απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… …   Dictionary of Greek

  • απαλλακτικός — απαλλακτικός, ή, ό και απαλλαχτικός, ή, ό αθωωτικός: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απαλλακτική για τον κατηγορούμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”